αὐτογενής — self produced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτογενῆ — αὐτογενής self produced neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αὐτογενής self produced masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αὐτογενής self produced masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτογενεῖ — αὐτογενής self produced masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) αὐτογενής self produced masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτογενεῖς — αὐτογενής self produced masc/fem acc pl αὐτογενής self produced masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτογενές — αὐτογενής self produced masc/fem voc sg αὐτογενής self produced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτογενοῦς — αὐτογενής self produced masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτογέννητος — αὐτογέννητος, ον (Α) αυτογενής … Dictionary of Greek
αυτόγονος — αὐτόγονος, ον (Α) αυτογενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + γονος < γίγνομαι (πρβλ. εύγονος, κακόγονος, πρωτόγονος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
ψυχοθεραπεία — Tο σύνολο των θεραπευτικών τεχνικών, που χρησιμοποιούν ψυχικά μέσα για τη θεραπεία ψυχωτικών και νευρωτικών καταστάσεων. Η σύγχρονη ψ. ξεκινά από θεραπευτικές μεθόδους που βασίζονται στην υποβολή και στην ύπνωση, που συνδέονται με τη θεωρία του… … Dictionary of Greek